Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

Αυτογνωσία και θεογνωσία



Η μεγαλύτερη επιστήμη για τον άνθρωπο, γράφει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, είναι η γνώση του εαυτού του (1). Όποιος γνωρίζει τον εαυτό του, φτάνει στο πλήρωμα της γνώσεως. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος παρατηρεί: «Τω γνόντι εαυτόν, η γνώσις των πάντων δέδοται αυτώ. Το γαρ γινώσκειν εαυτόν, πλήρωμα της γνώσεως των απάντων εστί» (2). Χωρίς την αυτογνωσία κάθε άλλη γνώση παραμένει μετέωρη και άσκοπη. Με την αυτογνωσία ο άνθρωπος γνωρίζει τον εαυτό του, αναγνωρίζει τη φύση του, τα όρια και τις δυνατότητες τής υπάρξεώς του, και μπορεί να τοποθετηθεί σωστά απέναντι στο Θεό, τον πλησίον και τον εαυτό του.
Γνωρίζοντας ο άνθρωπος τον εαυτό του αντιλαμβάνεται πριν απ’ όλα ότι δεν είναι αίτιος της υπάρξεώς του. Έτσι οδηγείται στην αναζήτηση της αιτίας της υπάρξεώς του, που είναι ταυτόσημη με την αναζήτηση του Θεού. Η εξεικόνιση του Θεού αποτελεί την ουσία της προσωπικής του υπάρξεως. Γι’ αυτό η αυτογνωσία οδηγεί αυτομάτως στη θεογνωσία: «Ο γαρ δυνηθείς επιγνώναι το αξίωμα της εαυτού ψυχής, ούτος δύναται επιγνώναι την δύναμιν και τα μυστήρια της θεότητος και μάλλον εντεύθεν ταπεινωθήναι» (3). Στον ίδιο λοιπόν τον άνθρωπο βρίσκονται οι πρώτες αφορμές και δυνατότητες για την προσέγγιση του Θεού. Έτσι με την αυτογνωσία καλλιεργείται η θεογνωσία. Αλλά και η θεογνωσία ενισχύει την αυτογνωσία.

Ο νους του ανθρώπου, όπου πρωτίστως διακρίνεται το «κατ’ εικόνα» της φύσεώς του, δε νοείται χωρίς το Θεό. Η εικόνα υπάρχει σε σχέση και αναφορά προς το εικονιζόμενο. Και ο άνθρωπος ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα Θεού» υπάρχει σε σχέση και αναφορά προς το Θεό. Όποιος αρνείται το Θεό δεν κάνει κάποιο απλό λογικό σφάλμα· ως άνθρωπος άλλωστε είναι φυσικό να κάνει και σφάλματα. Όποιος αρνείται το Θεό, αρνείται πρωτίστως τον εαυτό του, αρνείται το νου του.
Η Γραφή λέει: «Είπεν άφρων εν καρδία αυτού, ούκ έστι Θεός» (Ψαλ. 13:1). Η αφροσύνη εδώ δεν είναι υπόθεση σκέψεως, αλλά γενικότερης καταστάσεως και τοποθετήσεως. Είναι υπόθεση προσανατολισμού του νου και της υπάρξεως. Όταν ο νους του ανθρώπου, όπου εικονίζεται ο Θεός, σκοτίζεται και παύει να έχει σχέση με το Θεό, ακυρώνει τον εαυτό του. Γίνεται ανόητος· τόσο ανόητος, όσο και μια εικόνα χωρίς περιεχόμενο. Η ακριβέστερα, εκπίπτει σε μία κατάσταση διεστραμμένη και δαιμονική. Αυτή είναι η πτώση του ανθρώπου, η αλλοτρίωσή του.
Στην αλλοτρίωση αυτή δε φτάνει ο άνθρωπος απότομα, αλλά διαδοχικά, παρασυρόμενος από τη φιλαυτία. Επιδιώκοντας την άνεση και την ηδονή και αποφεύγοντας τον πόνο και την οδύνη, καλλιεργεί τα διάφορα πάθη, που διαστρέφουν τη φύση του και αλλοτριώνουν τη ζωή του· «ηδονής γαρ δια την φιλαυτίαν αντιποιούμενοι και οδύνην δια την αυτήν αιτίαν πάλιν φεύγειν σπουδάζοντες, τας αμυθήτους των φθοροποιών παθών επινοούμεν γενέσεις» (4).
Η κατάσταση αυτή, που φαίνεται στον εκπεσμένο άνθρωπο φυσική, είναι διάστροφη και αφύσικη. Όποιος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή δεν είναι κύριος του εαυτού του ούτε βέβαια του κόσμου στον οποίο ζει. Η κυριαρχική εξουσία, που αποτελεί έκφραση τής «κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν. 1:27) κατασκευής του, φαλκιδεύεται. Και οι κοινωνικές σχέσεις του, που εκφράζουν επίσης τη συγγένειά του με το Θεό, αλλοτριώνονται. Οποιαδήποτε λύτρωση από την κατάσταση αυτή είναι αδύνατη χωρίς την επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του.
Επιστρέφοντας ο άνθρωπος στον εαυτό του βλέπει την ασθένειά του. Αντικρίζει τα πάθη, που τον αλλοτριώνουν και τον υποδουλώνουν στον κόσμο. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να ελευθερωθεί και να ξαναβρεί τον εαυτό του, αν δεν τα καταπολεμήσει. Ταυτόχρονα διαπιστώνει την αδυναμία του για τον αγώνα αυτόν. Κατανοεί ότι αδυνατεί να αντεπεξέλθει χωρίς τη χάρη του Θεού. Στην πορεία του αυτή χρήσιμοι είναι και οι πειρασμοί, γιατί τον οδηγούν στην πληρέστερη συνειδητοποίησης της δικής του ασθενείας και της θείας μεγαλοσύνης (5).
Η αυτοσυγκέντρωση και η αυτογνωσία αποκτούν στην Εκκλησία ένα εντελώς καινούργιο περιεχόμενο, άγνωστο στον προχριστιανικό και τον εξωχριστιανικό κόσμο. Στον εαυτό του ο άνθρωπος δε βρίσκει μόνο την εκπεσμένη φύση του, αλλά και την εικόνα του Θεού. Ακόμα περισσότερο ο Χριστιανός βρίσκει στον εαυτό του τον ίδιο το Θεό που έγινε άνθρωπος και ανακράθηκε με τους ανθρώπους. Με τα μυστήρια της Εκκλησίας και ειδικότερα με το Βάπτισμα, το Χρίσμα και τη Θεία Ευχαριστία, έρχεται και κατοικεί στον άνθρωπο ο Χριστός.
Έτσι ο Χριστιανός που επισκέπτεται τον εαυτό του και γνωρίζει την εν Χριστώ αναγεννημένη ύπαρξή του γνωρίζει τον ίδιο το Θεό που έγινε άνθρωπος και κατασκήνωσε στους ανθρώπους: «Και έσται η κατασκήνωσίς μου εν αυτοίς, και έσομαι αυτοίς Θεός, και αυτοί μου έσονται λαός» (Ιεζ. 37:27). Η δόξα του Θεού, που επισκίαζε άλλοτε από έξω τους εκλεκτούς, φωτίζει ήδη τους Χριστιανούς μέσα από την ίδια την ύπαρξή τους. Το φως της μεταμορφώσεως, που είδαν οι μαθητές του Κυρίου στο όρος Θαβώρ, το βλέπουν και οι άγιοι της Εκκλησίας, που έχουν την απαιτούμενη καθαρότητα της καρδιάς. Ενώ όμως στη μεταμόρφωση το σώμα του Χριστού, που αποτελεί την πηγή του θείου φωτός, φώτιζε «έξωθεν» τους εκλεκτούς, τώρα το ίδιο αυτό σώμα «ανακραθέν ημίν και εν ημίν υπάρχον εικότως ένδοθεν περιαυγάζει την ψυχήν» (6). Εδώ στηρίζει η ορθόδοξη θεολογία τη δυνατότητα της θεωρίας του ακτίστου φωτός του Θεού από την παρούσα ήδη ζωή. Μια δυνατότητα που με πολλούς αγώνες κρατήθηκε ως σήμερα ανοικτή στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η επιστροφή του ανθρώπου στον εαυτό του είναι και επιστροφή στο Θεό. Και η επιστροφή στο Θεό είναι η υποδοχή τού πανταχού παρόντος Θεού, που επισκέπτεται τον άνθρωπο μέσα στην ίδια την ύπαρξή του: «Ιδού έστηκα επι την θύραν και κρούω· εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη την θύραν, και εισελεύσομαι προς αυτόν και δειπνήσω μετ’ αυτού και αυτός μετ’ εμού» (Απ. 3:20).
Με την έλευση του Χριστού στον κόσμο άρχισε μια νέα περίοδος. Ο άνθρωπος δεν παραμένει πια μόνο δημιούργημα του Θεού –έστω και το τελειότερο-, αλλά εξουσιοδοτείται να γίνει παιδί του: «Όσοι δε έλαβον αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι» (Ιω. 1:12). Όποιος «λαμβάνει» τον Υιό του Θεού και μένει μαζί του, γίνεται κατά χάρη υιός του Θεού. Το σώμα του γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος που παρέχεται από το Θεό (βλ. Α’ Κορ. 6:19). Το Πνεύμα του Υιού του Θεού κράζει στις καρδιές των ανθρώπων, «Αββά, ο Πατήρ» (Γαλ. 4:6), αποκαθιστώντας τη λησμονημένη σχέση με το Θεό Πατέρα. Μόνο όποιος δέχεται τον Υιό δέχεται και τον Πατέρα.
Η επιστροφή λοιπόν στο Θεό Πατέρα πραγματοποιείται με την εν Χριστώ υιοθεσία. Ο Χριστός, που φανερώνει στον κόσμο το Θεό Πατέρα, προσλαμβάνει τον άνθρωπο στο σώμα του και τον κάνει κατά χάρη υιό τού δικού του Πατέρα. Η υιοθεσία αυτή δεν αποτελεί δικανική πράξη αλλά μυστηριακό γεγονός, που πραγματοποιείται με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι η σχέση υιότητας και πατρότητας, που υπάρχει ανάμεσα στον Υιό και τον Πατέρα, επεκτείνεται με τη δωρεά του Χριστού και στη σχέση κάθε ανθρώπου με το Θεό Πατέρα. Κανείς δε γνωρίζει τον Πατέρα, «ει μη ο Υιός και ω αν βούληται ο Υιός αποκαλύψαι» (Ματθ. 11:27). Η αυτογνωσία, που οδηγεί τον άνθρωπο στη θεογνωσία, καταξιώνεται εν Χριστώ με την υιοθεσία και τη μετοχή στη θεία ζωή.

(1) Παιδαγωγός 3,1,1, PG 8,556Α.
(2) Λόγος 16, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Του οσίου πατρός ημών Ισαάκ του Σύρου τα ευρεθέντα ασκητικά, Αθήναι 1895, σ. 58.
(3) Μακαρίου Αιγυπτίου, Ομιλία 27, 1, PG 34,693.
(4) Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, PG 90,256Β.
(5) Ισαάκ Σύρου, Ομιλία 21, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, σ. 82.
(6) Γρηγ. Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 1,3,38, Συγγράμματα, τ. 1, σ. 449.

Πηγή: Γεωργίου Μαντζαρίδη, από το βιβλίο Ορθόδοξη Πνευματική Ζωή , εκδόσεις ΠΟΥΡΝΑΡΑ, σελ. 42 (αποσπάσματα), Κοινωνία Ορθοδοξίας